σεντέφι

σεντέφι
σεντέφι, το και σιντέφι, το
(λ. τουρκ.), είδος πολύτιμου λίθου, μαργαρίτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σεντέφι — και σιντέφι και συντέφι, το, Ν ο μάργαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sedef] …   Dictionary of Greek

  • μάργαρο ή σεντέφι — Προϊόν έκκρισης του μανδύα διάφορων μαλακίων (θαλάσσιων ή των γλυκών νερών), το οποίο και αποτελεί το εσωτερικό στρώμα του οστράκου τους. Το μ. απαρτίζεται από λεπτά διαδοχικά στρώματα μιας οργανικής ουσίας με την ονομασία κογχυολίνη, στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • σεντεφένιος — και σιντεφένιος και συντεφένιος, α, ο, Ν [σεντέφι] κατασκευασμένος από σεντέφι, από μαργαρο …   Dictionary of Greek

  • αγκίστρι — Μικρός μεταλλικός γάντζος, συνήθως από ατσάλι, που, εφοδιασμένος με δόλωμα, χρησιμοποιείται για ψάρεμα. Έχει μια ή περισσότερες ακίδες (κεντρίδες) και από το άλλο άκρο του, που μπορεί να είναι πεπλατυσμένο ή να έχει δακτύλιο, είναι δεμένο στην… …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

  • μάργαρο — το (Α μάργαρον) μαργαριτάρι νεοελλ. μαργαριταρόρριζα, μάργαρος, σεντέφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από μαργαρίτης με απλοποίηση (αποβολή) τού επιθήματος ίτης] …   Dictionary of Greek

  • μάργαρος — ο και η (AM μάργαρος) 1. όστρακο το οποίο περιέχει μαργαριτάρι 2. συνεκδ. μαργαριτάρι («ἐφόρεσε καὶ στέφανον ἐκ λίθων καὶ μαργάρων», Διήγ. Αχιλλ.) νεοελλ. σκληρή, λευκή, στιλπνή και ιριδίζουσα ουσία η οποία καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια… …   Dictionary of Greek

  • μαργαριτάρι — Μαργαρώδης σκληρή ουσία που σχηματίζεται από διάφορα μαλάκια, με την εναπόθεση μαργαριτώδους οστράκου γύρω από ένα μικρό ξένο σώμα. Μαργαριτοφόρα δεν είναι μονάχα ορισμένα δίθυρα της θάλασσας και των γλυκών νερών, αλλά επίσης μερικά γαστερόποδα… …   Dictionary of Greek

  • μαργαριταρόρριζα — και μαργαρόρριζα, η (Μ μαργαριτόρριζα) μάργαρος, σεντέφι, αλλ. μαργαροκόγχη («ανάμεσα στα συντεφένια θάμπη τής μαργαριταρόρριζας κοιμάται η Μούσα», Γρυπάρης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαριτάρι + ῥίζα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”